- Λέβιδα
- Νησίδα της Δωδεκανήσου. Βλ. λ. Λέβιθα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έλμινς — η (συνήθ. στον πληθ. έλμινθες, οι) (Α ἕλμινς και ἕλμις) σκουλήκι που ζει παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος) … Dictionary of Greek
έλμινθα — η (ζωολ.), σκουλήκι που ζει παρασιτικά στα έντερα ανθρώπων και ζώων, λεβίδα, λέβιθος, όρμιγκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)